Στο πρώτο άρθρο του για το «ΑΙΤ», ο Ιακώβ Σιμπή, ιστορικός και συγγραφέας, μας εξηγεί πως άρχισε να δημιουργείται το Σιωνιστικό κίνημα, δηλαδή το κίνημα για την δημιουργία του Κράτους του Ισραήλ.
Δεν υπάρχει αμφιβολία, σε ό, τι αφορά στο βάθος του ιστορικού δεσμού ανάμεσα στον εβραϊκό λαό και το Έρετς-Ισραέλ (Παλαιστίνη), ότι υπήρξε συνεχής εβραϊκή εγκατάσταση στην Παλαιστίνη, αλλά και ότι ο εβραϊκός λαός, στους τόπους διασποράς του, διαφύλαξε αυτόν τον δεσμό: στην προσευχή και στον τρόπο ζωής, στις ελπίδες και τους πόθους τους, το Έρετς-Ισραέλ ήταν πάντα σημείο αιχμής στη συνείδηση των Εβραίων. Δεν μπορεί να γίνει κατανοητός ο τρόπος ζωής του Εβραίου χωρίς την κατανόηση αυτού του διαρκούς δεσμού. Πέραν τούτου, κατά καιρούς αφυπνίζονταν ομάδες Εβραίων που μετανάστευαν στην Παλαιστίνη και πήγαιναν να εγκατασταθούν στις παλιές πόλεις.
Από την άλλη πλευρά, όμως, είναι σαφές ότι το βάθος και η ένταση αυτού του δεσμού δεν άλλαξαν, στη βάση της, την εμπειρία της διασποράς του εβραϊκού λαού. Ο εβραϊκός λαός δεν λυτρωνόταν, η Παλαιστίνη συνέχιζε να υφίσταται έρημη και κενή, το δημογραφικό ισοζύγιο δεν άλλαζε, και η εβραϊκή κοινότητα εκεί παρέμενε μικρή και περιθωριακή, μέχρι τις απαρχές του σύγχρονου σιωνισμού, στα τέλη του 19ου αιώνα.
ΕΞΩΓΕΝΗΣ ΕΞΗΓΗΣΗ ΤΟΥ ΣΙΩΝΙΣΜΟΥ
Και να ένα παράδοξο: από τη μια μεριά, ο ισχυρός δεσμός με την Παλαιστίνη συνέβαλε στη διαμόρφωση της ταυτότητας του εβραϊκού λαού και ενδεχομένως, χωρίς την ύπαρξή του, οι Εβραίοι θα μετατρέπονταν σε απλή θρησκευτική αίρεση, χωρίς εθνική ταυτότητα. Από την άλλη μεριά, ο δεσμός αυτός δεν πήρε τη μορφή ενός μαζικού κινήματος με μεγάλη κοινωνική σημασία, ικανού να αλλάξει τον ρου της ιστορίας σε ό,τι αφορά στην εγκατάσταση στην Παλαιστίνη. Μόνο με την εμφάνιση του σύγχρονου σιωνισμού, η ελπίδα έγινε υπαρκτή πραγματικότητα και η Παλαιστίνη εστία του εβραϊκού λαού.
Ο ιστορικός δεν μπορεί λοιπόν να μην αναρωτηθεί, γιατί το σιωνιστικό κίνημα εμφανίστηκε μόνο στα τέλη του 19ου αιώνα και τις αρχές του 20ου; Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο σύγχρονος σιωνισμός άντλησε το φορτίο του από τα βάθη της θρησκευτικής εμπειρίας και του πόθου για την Παλαιστίνη. Είναι, όμως, επίσης γεγονός ότι ενώ αυτός ο πόθος διατηρούσε άσβεστη τη σπίθα για το Έρετς-Ισραέλ, επρόκειτο για μια συνείδηση παθητική, που παρά τις περιοδικές εκρήξεις της (που χαρακτηρίζονταν από την παραδοσιακή ηγεσία ως ψευδοπροφητείες), δεν είχε τη δύναμη να ανοίξει τον δρόμο προς τη λύτρωση. Η ενεργός διάσταση, που μετέτρεψε τον πόθο σε κίνημα και την προσευχή σε επαναστατική ιστορική πράξη, προστέθηκε γύρω στα τέλη του 19ου αιώνα. Και το ερώτημα που ανακύπτει είναι: γιατί ειδικά τότε;
Η απάντηση που, συνήθως, δίνεται από την ιστορική σιωνιστική συνείδηση και από μεγάλο μέρος της ιστορικής γραμματείας, συναρτά την εμφάνιση και την άνθιση του σιωνιστικού κινήματος με τον αντισημιτισμό: με τα πογκρόμ του 1882 στην Ρωσία, την παρουσία του Χέρτσλ στη δίκη Ντρέυφους κ.α. Γεννιέται, όμως, ένα νέο ερώτημα: εάν ο αντισημιτισμός και το αντιεβραϊκό μίσος ήταν η σπίθα που άναψε τη φλόγα του σιωνισμού, επρόκειτο για ένα φαινόμενο που χαρακτήριζε μόνο τον 19ο αιώνα; Εάν ο αντισημιτισμός ήταν το κίνητρο του σιωνισμού, πώς ο τελευταίος δεν εμφανίστηκε σε προγενέστερες εποχές, όπου το αντιεβραϊκό μένος είχε ακόμη αγριότερες μορφές; Όπως, για παράδειγμα, την εποχή των σταυροφοριών, μετά τον διωγμό από την Ισπανία, στη διάρκεια των πογκρόμ του 1648-1649 που διέπραξαν οι Κοζάκοι και οι αγρότες στη νότια Ουκρανία και των πογκρόμ επί Bohdan Khmelnytsky; Εάν μέχρι τον 19ο αιώνα δεν υπήρχε αντισημιτισμός, θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε ότι αυτός γέννησε τον σιωνισμό. Εφόσον, όμως, ολόκληρη η εβραϊκή ιστορία είναι μια ιστορία διωγμών, πώς εξηγείται η εμφάνιση του σιωνισμού ειδικά τον 19o αιώνα; Και κάτι ακόμα: Όσοι συναρτούν τον σιωνισμό με τον αντισημιτισμό, θεωρούν, αναπόφευκτα, πως το αίτιο του σιωνισμού βρίσκεται έξω από τον ιουδαϊσμό – και προϋποθέτουν, στην ουσία, πως σε έναν κόσμο χωρίς αντισημιτισμό δεν θα υπήρχε λόγος να δημιουργηθεί ο σιωνισμός. Τη γραμμή αυτή ακουλουθεί και η αραβική προπαγάνδα, που ισχυρίζεται ότι εφόσον ο ευρωπαϊκός αντισημιτισμός προκάλεσε την εμφάνιση του σιωνισμού, η Ευρώπη πρέπει να πληρώσει το τίμημα – δεν πρέπει να υποχρεωθούν οι Άραβες να αντιμετωπίσουν τις συνέπειες αυτού του φαινόμενου. Και καθώς όλοι ελπίζουμε πως ο αντισημιτισμός θα εκλείψει (ακόμη κι αν έχουμε βάσιμους λόγους να πιστεύουμε πως κάτι τέτοιο δεν θα συμβεί), είναι σα να πιστεύουμε πως σε έναν κόσμο χωρίς αντισημιτισμό, δεν θα υπάρχει λόγος ύπαρξης του σιωνισμού. Σε κάθε περίπτωση, θεωρούμε τον σιωνισμό ως εξωτερικό και όχι ως ενδογενή παράγοντα της, εβραϊκής ιστορίας.
Τα πράγματα όμως δεν είναι έτσι. Μολονότι, τον 19ο αιώνα, ο αντισημιτισμός αποτελούσε κινητήριο δύναμη του σιωνισμού, δεν πρέπει να ξεχνούμε ότι από τα 2,5 εκατομμύρια Εβραίων της Ρωσίας που απέδρασαν από την τσαρική τρομοκρατία κατά το διάστημα 1882 - 1914, οι περισσότεροι κατευθύνθηκαν στη Βόρεια και τη Νότια Αμερική, τον Καναδά, την Αγγλία και τη Νότια Αφρική. Μόνο μια μειονότητα, που ίσως και να μην ξεπερνάει το 1%, μετανάστευσε στην Παλαιστίνη – ένα πρωτόγνωρο γεγονός – κι αυτοί οι λίγοι έβαλαν τα θεμέλια της νέας εβραϊκής εγκατάστασης που εξελίχτηκε, με την πάροδο του χρόνου, σε κράτος.
Παρά τους διωγμούς, ο 19ος αιώνας ήταν ο καλύτερος που γνώρισαν οι Εβραίοι στην ιστορία τους, από την καταστροφή του Ναού και την εξορία τους. Στις αρχές του αιώνα, βρίσκονταν ακόμη, από κάθε άποψη, στο περιθώριο της κοινωνίας. Όμως, στα τέλη του, πολλές εβραϊκές κοινότητες κατάφεραν να ανοίξουν τον δρόμο που τις οδήγησε στην καρδιά της ευρωπαϊκής κοινωνίας. Τον 19ο αιώνα έσπασε, για πρώτη φορά, το τείχος του αποκλεισμού που είχε κτίσει η μη-εβραϊκή κοινωνία. Μέχρι τη Γαλλική Επανάσταση, ήταν μια κοινωνία χριστιανική, διατεθειμένη μεν να χορηγήσει στην εβραϊκή μειονότητα κάποιες θρησκευτικές ελευθερίες και να την ανεχθεί στους κόλπους της, υπό τον όρο όμως ότι θα ήταν υποδεέστερη, χωρίς ίσα δικαιώματα και χωρίς τη δυνατότητα ενσωμάτωσης. Η Γαλλική Επανάσταση έδωσε στους Εβραίους, σε κάποιο βαθμό, τη δυνατότητα ενσωμάτωσης στην κοινωνία.
Ο ΔΙΑΦΩΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΝΕΑ ΔΙΛΗΜΜΑΤΑ
Γύρω στο 1815, οι περισσότεροι Εβραίοι στην Ευρώπη βρίσκονταν στο περιθώριο της κοινωνίας. Δεν φοιτούσαν στα σχολεία γενικής εκπαίδευσης ή στα πανεπιστήμια, δεν υπήρχαν σχεδόν καθόλου Εβραίοι ερευνητές και πανεπιστημιακοί δάσκαλοι, δεν υπήρχαν Εβραίοι στην πολιτική, στα υψηλά κλιμάκια της κοινωνίας και της οικονομίας.
Στη διάρκεια των επόμενων εκατό χρόνων και μέχρι το 1914, υπήρξε πλήρης ανατροπή. Στα περισσότερα αστικά κέντρα της Ευρώπης (όπου προηγουμένως δεν υπήρχαν σχεδόν καθόλου Εβραίοι) – στη Βιέννη, στο Βερολίνο, στη Βαρσοβία, στη Βουδαπέστη, στο Παρίσι και στο Λονδίνο –ο αριθμός των Εβραίων αυξήθηκε. Άρχισαν να διακρίνονται στους τομείς του πνεύματος, της δημοσιογραφίας, της λογοτεχνίας και της τέχνης. Άρχισαν, επίσης, να δραστηριοποιούνται στην πολιτική και, κυρίως, στα διάφορα επαναστατικά κινήματα – παρόλο που δίπλα στον Μαρξ και τον Λασάλ συναντάμε και τον Ντισραέλι. Βέβαια, οι διακρίσεις και το αντιεβραϊκό μίσος δεν έπαψαν να υπάρχουν – όμως, για πρώτη φορά στην ιστορία της διασποράς, δόθηκε στους Εβραίους η ευκαιρία, στο όνομα του Διαφωτισμού και της χειραφέτησης, να συμβάλουν στην ανάπτυξη της κοινωνίας.
Γεννιέται, βεβαίως, ένα απλό ερώτημα: εάν ο 19ος αιώνας ήταν τόσο καλός για τους Εβραίους, πώς συνέβη και άνθισε τότε ο σιωνισμός; Η αλήθεια είναι πως η ευρύτητα αντιλήψεων της (σχετικά) φιλελεύθερης κοινωνίας του 19ου αιώνα δημιούργησε νέα διλήμματα, διαφορετικά από τα προηγούμενα.
Αξίζει εδώ να πούμε δυο λόγια για το καθεστώς των Εβραίων στην Ευρώπη, από τότε που αυτή ασπάστηκε τον Χριστιανισμό μέχρι τον Διαφωτισμό και τη Γαλλική Επανάσταση. Η ευρωπαϊκή κοινωνία θεωρούσε τον εαυτό της ως χριστιανική, στην οποία οι Εβραίοι δεν είχαν ισότιμη θέση: δεν είχαν δικαίωμα να κατέχουν γη, τους επιτρεπόταν να κατοικούν μόνο σε ορισμένες συνοικίες και να ασκούν μόνο ορισμένα επαγγέλματα, δεν μπορούσαν να προΐστανται Χριστιανών και γι’ αυτό δεν μπορούσαν να υπηρετούν στο στρατό.
Αυτό το καθεστώς διακρίσεων και ταπεινώσεων, οι Εβραίοι το αποδέχονταν με δυσκολία, κάνοντας παράλληλα τεράστιες προσπάθειες να διαφυλάξουν την ταυτότητά τους. Οι Εβραίοι που κάτω από αυτήν την πίεση δεν αλλαξοπίστησαν, μπορούσαν να διατηρούν τον εβραϊσμό τους, με τίμημα τις διακρίσεις και την υποδούλωση που γίνονταν αντιληπτές ως έκφραση ″υποδούλωσης σε καθεστώτα″: από εδώ προέρχεται ο πόθος για λύτρωση, η άσβεστη προσδοκία πως η κατάσταση αυτή θα λήξει και θα έρθει η ώρα της απελευθέρωσης του εβραϊκού λαού από τη δουλεία. Όμως, στην ουσία, η ελπίδα για λύτρωση και η προσμονή του λυτρωτή ήταν μια όψη του νομίσματος – η άλλη είχε να κάνει με την παθητική συνέχιση της ζωής στη διασπορά.
Με τον διαφωτισμό, όλα αυτά άλλαξαν. Η κοινωνία άρχισε να απελευθερώνεται από το ζυγό της θρησκευτικής πίστης, προσπάθησε να μετατρέψει το θρησκευτικό ζήτημα σε ατομικό και πρέσβευε την αρχή πως κάθε άνθρωπος, όποιες και να είναι οι ιδέες του, έπρεπε να συμμετέχει στον δημόσιο βίο. Οι αρχές αυτές, που εφαρμόστηκαν περισσότερο στη δυτική και κεντρική Ευρώπη παρά στην ανατολική, άλλαξαν ριζικά το στάτους των Εβραίων, φέρνοντας τους παράλληλα αντιμέτωπους με νέα διλήμματα.
Για παράδειγμα, τα σχολεία της μη-εβραϊκής κοινωνίας άνοιξαν στους Εβραίους: έπαψαν να είναι θρησκευτικά-χριστιανικά και μετατράπηκαν σε κοσμικά σχολεία γενικής εκπαίδευσης. Κανένας Εβραίος δεν επεδίωκε να στείλει τα παιδιά του στα θρησκευτικά-χριστιανικά σχολεία, ενώ τα κοσμικά σχολεία έδιναν τη δυνατότητα αυτή σε όλους. Όμως, αυτός ο φιλελευθερισμός δημιούργησε ένα καινούργιο πρόβλημα που ο παραδοσιακός Εβραίος δεν είχε αντιμετωπίσει ποτέ: τα κοσμικά και θρησκευτικά σχολεία έκλειναν, βέβαια, τις Κυριακές και τις αργίες – ενώ τα Σάββατα και στις εβραϊκές γιορτές παρέμεναν ανοιχτά. Τι έπρεπε, λοιπόν, να κάνει ο Εβραίος γονιός που έστελνε τα παιδιά του σε αυτά τα σχολεία; Να σταματήσει να τα στέλνει λόγω παραβίασης του Σαββάτου; Να επιτρέψει στο παιδί του να πάει σχολείο το Σάββατο, όμως να του απαγορέψει να γράψει; Κι αν το Σάββατο είχε εξετάσεις – τι θα έπρεπε να κάνει το παιδί; Να συμμετάσχει και να παραβιάσει το Σάββατο; Να ζητήσει ειδική εξεταστική περίοδο;
Ξαφνικά διαπιστώθηκε ότι η χειραφέτηση δεν σήμαινε την εξαφάνιση των διλημμάτων που αντιμετώπιζε ο Εβραίος, αλλά, κατά παράδοξο τρόπο, την εντατικοποίησή τους. Στην παραδοσιακή κοινωνία, το μόνο που είχε ο Εβραίος να κάνει ήταν να αποφασίσει μια για πάντα πως δεν θα εκχριστιανιζόταν. Τώρα, φαινομενικά, η κοινωνία, δεν τον καταπίεζε πια. Φαινομενικά, είχε τα ίδια δικαιώματα με τους άλλους. Ως μειονότητα όμως, ήταν υποχρεωμένος, σε κάθε του βήμα, να παίρνει δεκάδες αποφάσεις για καθημερινά θέματα, οι οποίες όριζαν την ταυτότητά του ως Εβραίου και το μέτρο του δεσμού του με το εβραϊκό του παρελθόν – και με το φιλελεύθερο παρόν..
Πρέπει να πούμε, πως τα προβλήματα γίνονταν ακόμη πιο έντονα όταν ο νέος άρχιζε να σπουδάζει στο πανεπιστήμιο ή έβγαινε στη βιοπάλη. Οι σπουδές στο πανεπιστήμιο σήμαιναν την εγκατάσταση σε άλλη πόλη, την απομάκρυνσή του από το σπίτι των γονιών του. Υπήρχε επίσης το ζήτημα του Σαββάτου και των γιορτών, ή το ζήτημα του κασέρ φαγητού στο φοιτητικό εστιατόριο – ο νέος θα έτρωγε μαζί με τους μη-Εβραίους συμφοιτητές του ή όχι, κλπ. Οι αποφάσεις που έπρεπε να πάρει δεν ήταν εύκολες. Κι όταν πια έμπαινε στη βιοπάλη, το θέμα των γιορτών και των Σαββάτων εμφανιζόταν ξανά. Γι’ αυτά τα προβλήματα, που απέρρεαν από το γεγονός ότι ο παραδοσιακός κόσμος – ο χριστιανικός και ο εβραϊκός – δεν ήταν πλέον ερμητικά κλειστοί, η παράδοση δεν είχε λύση.
Η γενιά του εβραϊκού διαφωτισμού επιχείρησε να βρει απάντηση σ’ αυτές τις καινούργιες προκλήσεις βάσει της κλασικής αρχής: ″Να είσαι Εβραίος στη σκηνή σου – και άνθρωπος στην ξένην″. Όμως και μόνο η δημιουργία αυτού του δυϊσμού και του ″ψυχικού διχασμού″ που ενυπάρχει σε αυτή τη φόρμουλα, δείχνει την ιδιαιτερότητα του στάτους του Εβραίου στη εποχή του διαφωτισμού: Ο παραδοσιακός-θρησκευόμενος Εβραίος στην κοινωνία που προηγήθηκε της χειραφέτησης, δεν είχε ανάγκη διπλής υπόστασης. Τώρα, άλλο όνομα είχε στο σπίτι του κι άλλο στην κοινωνική κι επαγγελματική του ζωή ( π.χ. στην Ελλάδα, Μαζάλ-Τοβ ή Ευτυχία, Μπαρούχ ή Μήτσος κ.α.) Στο σπίτι, η γυναίκα άναβε τα κεριά του Σαββάτου, κι ο άντρας πήγαινε στις δουλειές του την ιερότερη μέρα, το Σάββατο... Αυτό ήταν το νέο τίμημα της χειραφέτησης.
ΤΟ ΔΙΛΗΜΜΑ ΤΟΥ ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΤΟ ΕΡΩΤΗΜΑ ΤΟΥ ΕΘΝΙΣΜΟΥ
Δεν ήταν μόνο ο φιλελευθερισμός που έθεσε τον Εβραίο αντιμέτωπο με την πρόκληση του ψυχικού διχασμού: στην ευρωπαϊκή ιστορία, η εποχή της χειραφέτησης ταυτίστηκε με την άνοδο των εθνικών κινημάτων. Η ″γενική″ κοινωνία, που χάραξε στο λάβαρό της τα ″δικαιώματα του ανθρώπου″, δεν ήταν μια παγκοσμιοποιημένη κοινωνία, χωρίς διαφορές. Τα δικαιώματα του ανθρώπου ήταν παντού χαραγμένα σε μια ορισμένη ιστορική γλώσσα (και όχι σε μια παγκόσμια γλώσσα, σαν την Εσπεράντο, που καθόλου τυχαία ήταν επινόηση ενός μορφωμένου Εβραίου – του Ελεαζάρ Λούντβιγκ Ζάμενχοφ – ο οποίος τελικά ασπάστηκε τον σιωνισμό).
Η κοινωνία στην οποία ο Εβραίος εισήλθε είχε επίγνωση του ιστορικού παρελθόντος της – και η κοινωνία του 19ου αιώνα τοποθετούσε όλο και περισσότερο, στο επίκεντρο της ιστορικής εμπειρίας της, την εθνική της συνείδηση. Ο Εβραίος νέος που σπούδαζε στο πολωνικό σχολείο έπρεπε να ταυτιστεί με τον Pan Tadeusz του Adam Mickiewicz.[1] Ο Εβραίος νέος που σπούδαζε σε γερμανικό σχολείο έπρεπε να απαγγέλει τα έπη Νιμπελούγκεν, κι εκείνος που ζούσε στη Γαλλία υποχρεωνόταν να αποστηθίζει πως πρόγονοι του ήταν οι Γαλάτες. Το αποτέλεσμα ήταν ότι τόσο ο νεαρός Εβραίος όσο και ο μη Εβραίος γείτονάς του είχαν να απαντήσουν δύσκολα ερωτήματα. Εκατό χρόνια πριν, όταν αυτή η επαφή μεταξύ Εβραίων και μη Εβραίων δεν υπήρχε, ο καθένας αναγνώριζε την ιδιαιτερότητά του. Τώρα, κάθε νέος, Εβραίος η μη, μπορούσε να αναρωτηθεί αν στη γη Χαναάν ή στις στέπες της Λιθουανίας κάλπαζαν οι πρόγονοι του ενός ή του άλλου. Και η απάντηση σε αυτό το ερώτημα δεν μπορούσε παρά να οξύνει τη διαφορετικότητα και την ιδιαιτερότητα.
Η κοινωνία, που διαμορφωνόταν τώρα βάσει της εθνικής της συνείδησης, αναρωτιόταν αν μπορούσε πράγματι να ταυτίσει τους Εβραίους με τους λαούς στους κόλπους των οποίων ζούσαν – του πολωνικού, του ρωσικού, του γερμανικού ή του γαλλικού. Υπήρχαν κάποιοι που έθεσαν αυτό το ερώτημα ορμώμενοι από αντιεβραικό μίσος, άλλοι το έθεσαν από συμπάθεια ή ουδετερότητα . Όταν ο Ναπολέων ρώτησε τους ραβίνους της Γαλλίας, κατά τις συζητήσεις για την ίδρυση του Σανεντρίν στο Παρίσι, αν οι Γάλλοι εβραϊκού θρησκεύματος θεωρούσαν τους εαυτούς τους πλησιέστερα στους Γάλλους μη εβραϊκού θρησκεύματος ή στους Άγγλους εβραϊκού θρησκεύματος – τι μπορούσαν να απαντήσουν οι ραβίνοι, την ώρα που η Γαλλία βρισκόταν σε πόλεμο με την Αγγλία;
Πρέπει να τονίσουμε το γεγονός πως οι περισσότεροι Εβραίοι ζούσαν τότε στην ανατολική Ευρώπη, την οποία αποτελούσαν πολλές εθνότητες που αποζητούσαν τώρα να βρουν την ταυτότητά τους: οι Πολωνοί έψαχναν την ταυτότητά τους έναντι των Γερμανών, από τη μια πλευρά και των Ρώσων από την άλλη.. Οι Ουκρανοί ανακάλυψαν την ιστορία τους έναντι των Ρώσων, από τη μια μεριά, και των Πολωνών από την άλλη. Οι Ούγγροι προσδιόρισαν τους εαυτούς τους ως κάτι ενδιάμεσο, έναντι των Γερμανών και των νότιων Σλάβων, από τη μια, των Ρουμάνων και των Σλοβάκων από την άλλη. Και οι Εβραίοι βρίσκονταν στο περιθώριο. Τι έπρεπε να κάνει ο Εβραίος που ήθελε να δώσει στα παιδιά του ″γενική″ εκπαίδευση και κατοικούσε π.χ. στην Λίτα; Η επίσημη γλώσσα ήταν η ρωσική, όμως ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού μιλούσε πολωνικά, και υπήρχε γερμανική μειονότητα με ανεπτυγμένη πολιτισμική γλώσσα, αυτή του Γκέτε, του Σίλερ και του Καντ… Σε ποιο γυμνάσιο θα τα έστελνε – στο ρωσικό, στο πολωνικό ή στο γερμανικό (ή στο λιθουανικό);
Αυτός ήταν ο λόγος που η αναγέννηση της εβραϊκής γλώσσας χρονολογείται από την εποχή του Διαφωτισμού – τρεφόταν από την ίδια προσπάθεια αυτοπροσδιορισμού και αναζήτησης ταυτότητας των Εβραίων, που ήρθαν αντιμέτωποι με τις προκλήσεις του φιλελευθερισμού και του εθνισμού. Η προσπάθεια αυτή είχε ιδιαίτερη δυναμική σε εκείνες τις περιοχές της ανατολικής Ευρώπης όπου συνυπήρχαν πολλές εθνότητες – στη Λιθουανία, π.χ., όπου ζούσε ο Αβραάμ Μάπο, ο οποίος έγραψε το ″Αγάπη στη Σιών″ και το ″Ενοχή της Σαμάρειας″. Ή στην Γαλικία, όπου βρίσκονταν αντιμέτωποι Πολωνοί, Γερμανοί και Ουκρανοί.. Η διαδικασία αυτή δεν είχε να κάνει με τη γλώσσα της Βίβλου ή του Ταλμούδ – αλλά εξέφραζε τη λογοτεχνία και τη φιλοσοφία σε μια κοσμική εβραϊκή γλώσσα, την οποία προσπάθησαν να διδάξουν και να χαρακτηρίσουν ως εθνική γλώσσα. Οι πρωτοπόροι αυτής της αναγέννησης εξέδωσαν εφημερίδες και περιοδικά, μετάφρασαν στα εβραϊκά τα καλύτερα έργα της παγκόσμιας λογοτεχνίας, έγραψαν μοντέρνα ποίηση και συνέγραψαν σ’ αυτήν φιλοσοφικά έργα – όπως όλοι οι λαοί.
Αυτό είναι το ιστορικό πλαίσιο μέσα στο οποίο γεννήθηκε ο σιωνισμός ως νέο εθνικό κίνημα, του εβραϊκού λαού. Από το εβραϊκό ιστορικό παρελθόν πήρε την γλώσσα και τη σχέση με το Έρετς-Ισραέλ (Παλαιστίνη), από τη σύγχρονη πραγματικότητα την ανάγκη για ένα νέο αυτοπροσδιορισμό, που δεν περιοριζόταν στον θρησκευτικό προσδιορισμό στον κόσμο μετά τον διαφωτισμό. Γι’ αυτό, δίπλα στους ραβίνους που ονειρεύονταν την Σιών, σαν τον Γεούντα Χάι Αλκαλάι και τον Τσβι Χιρς Κάλισερ, οι πατέρες του σιωνισμού αιωρούνταν (κατά τον Μπιάλικ) ανάμεσα σε δύο κόσμους. Ο Μοσέ Χες, ο Λίο Πίνσκερ, ο Μπινιαμίν Ζεέβ Χέρτσλ, ο Μοσέ Λίλιμπλουμ ή ο Μαξ Νορντάου, όλοι αυτοί είχαν μια γενική παιδεία που τους άνοιξε τα μάτια στο γεγονός ότι η παραδοσιακή απάντηση δεν τους ικανοποιούσε πια κι ότι η χειραφέτηση απειλούσε την εβραϊκή ταυτότητά τους και τους έφερνε αντιμέτωπους με ένα δίλημμα που δεν μπορούσαν να αντιμετωπίσουν, παρά μόνο μέσα από έναν άλλον καινούργιο, σύγχρονο, εθνικό αυτοπροσδιορισμό.
Πράγματι, η δίκη του Ντρέυφους ήταν για τον Χερτσλ τραυματική εμπειρία: όχι επειδή δεν ήξερε τι σημαίνει αντισημιτισμός, ή δεν είχε επίγνωση των διλημμάτων των Εβραίων. Αλλά επειδή του έδειξε ότι η χειραφέτηση αποτελούσε σαθρό στήριγμα: μπροστά του ένας Γάλλος αξιωματικός ″εβραϊκού θρησκεύματος″, που υπηρετούσε πιστά την πατρίδα του, τη Γαλλία, που οι ιδέες του ταυτίζονταν με εκείνες που ήταν αποδεκτές στην εθνική ατμόσφαιρα που επικρατούσε στη χώρα μετά την ήττα του 1871 – φαινομενικά, ένας κανονικός Γάλλος. Όταν ανάμεσα στους ύποπτους για κατασκοπεία στο γενικό επιτελείο βρέθηκε ο Ντρέυφους – ποια ήταν η αντίδραση; ″Σίγουρα″, έλεγαν όλοι, ″Ο ένοχος είναι ο Ντρέυφους. Αυτός δεν είναι Γάλλος. Είναι Εβραίος″. Δύο γενιές ειλικρινούς και απεγνωσμένης προσπάθειας να γίνουν Γάλλοι με όλη τους τη ψυχή – εξανεμίστηκαν στη στιγμή. Στην ουσία, την κρίσιμη στιγμή, οι Εβραίοι δεν είναι Γάλλοι, Γερμανοί, Πολωνοί ή Ρώσοι.
ΤΟ ΚΙΝΗΜΑ ΕΒΡΑΪΚΗΣ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗΣ
Γι’ αυτό, όταν ήλθε, μεταξύ 1882 και 1914, η μεγάλη κρίση στη Ρωσία και οι περισσότεροι Εβραίοι στράφηκαν προς τη Δύση, υπήρξαν ανάμεσά τους μερικές χιλιάδες που είχαν την βάση της εθνικής συνείδησης και στράφηκαν προς την Παλαιστίνη. Αυτοί ήταν η εξαίρεση, ήταν οι επαναστάτες, διότι ο σιωνισμός ήταν η πιο σημαντική επανάσταση στην ιστορία του εβραϊκού λαού, που πρόβαλε το αίτημα να είναι ο Εβραίος ενεργό υποκείμενο στην ιστορία, και όχι πια παθητικό αντικείμενο, που κουβαλάει απλώς ελπίδες και πόθους.
Στο σημείο αυτό είναι σαφής και η θέση του Έρετς-Ισραέλ: εάν ο Εβραίος ζητάει να είναι ο εαυτός του, και όχι η σκιά του εαυτού του – ″υποταγμένος″, κατά την ορολογία των άλλων – τότε πρέπει να αυτοπροσδιοριστεί με βάση τους δεσμούς του με το ιστορικό αμόνι του εβραϊκού του είναι. Δεν μπορεί ο Εβραίος να προσδιορίζεται και να αυτοπροσδιορίζεται ως ελεύθερος – χωρίς το στοιχείο του Ερετς-Ισραέλ. Όποιος ισχυρίζεται ότι ο Εβραίος μπορεί να είναι ελεύθερος παντού – στην Ουγκάντα, στο Μπιρομπιτζάν, στην Αργεντινή ή στην Μοζαμβίκη – αλλά δεν του επιτρέπεται να βρίσκεται και να αυτοπροσδιορίζεται στη χώρα με την οποία συνδέεται η ιστορία του, η γλώσσα του και η γεωγραφία του, δεν του στερεί μόνο ένα κομμάτι γης (ιερής, ιστορικής, αγαπητής ή οτιδήποτε), του στερεί ολοκληρωτικά την ελευθερία του.
Όποιος αρνείται τους δεσμούς του εβραϊκού λαού με το Έρετς-Ισραέλ ως στοιχείο αυτοπροσδιορισμού – αρνείται από τον εβραϊκό λαό (και κάθε Εβραίο που αυτοπροσδιορίζεται ως Εβραίος) την ελευθερία του. Το Έρετς-Ισραέλ είναι κεντρικό στοιχείο στον σιωνισμό, και δεν είναι δυνατός εβραϊκός αυτοπροσδιορισμός που δεν έχει ως επίκεντρο το Έρετς-Ισραέλ.
Σκοπός του σιωνισμού ήταν, κυρίως, η απελευθέρωση και ο αυτοπροσδιορισμός του εβραϊκού λαού. Σκοπός του σιωνισμού δεν ήταν η απελευθέρωση του Έρετς-Ισραέλ– παρόλο που ήταν το αναγκαίο μέσον για την απελευθέρωση του εβραϊκού λαού, γι’ αυτό και σιωνισμός χωρίς Σιών είναι καταδικασμένος σε αποτυχία. Έτσι, όπως ο σιωνισμός αναδύθηκε από τα διλήμματα των Εβραίων, κάτω από πολύ συγκεκριμένες συνθήκες και σε πολύ συγκεκριμένες περιόδους, έτσι και ο σκοπός του ήταν να λύσει τα προβλήματα του αυτοπροσδιορισμού, της ελευθερίας και του ιστορικού δεσμού του εβραϊκού λαού. Ο σιωνισμός δεν έκανε εκστρατεία για να απελευθερώσει κάποια χώρα, αλλά για να απελευθερώσει ένα λαό. Γι’ αυτό, η ταύτιση του με τον ιμπεριαλισμό είναι ανόητη. Και όπως κάθε εθνική απελευθέρωση δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί παρά μόνο σε ένα συγκεκριμένο εδαφικό πλαίσιο, έτσι και η απελευθέρωση του Εβραίου δεν μπορούσε παρά να πραγματοποιηθεί στο Έρετς-Ισραέλ.
Πέρα από την ιδιαιτερότητα του– που προέρχεται από την ιδιαιτερότητα των ιστορικών συνθηκών του εβραϊκού λαού – ο σιωνισμός είναι κι αυτός μέρος της παγκόσμιας ιστορίας. Είναι η απάντηση των Εβραίων στην πρόκληση με την οποία ήρθαν αντιμέτωποι την περίοδο του Διαφωτισμού, της χειραφέτησης, του φιλελευθερισμού και του εθνισμού. Ο σιωνισμός είναι επανάσταση και όπως κάθε επιτυχής επανάσταση, συνδυάζει τη συνέχεια και την αλλαγή. Στηρίζεται πάνω στον πλούτο της εβραϊκής ιστορίας, ανοίγεται προς τους ορίζοντες του σύγχρονου κόσμου και αποκομίζει από αυτόν όσα μπορεί. Αυτή είναι η δύναμή του, η ιστορική λογική του και η ηθική του δικαίωση.
[1] Ο Κύριος Ταντέους. Το μεγαλύτερο έργο του Αντάμ Μιτσκιεβιτς, εθνικού ποιητή της Πολωνίας.
Ενδιαφέρον άρθρο! Βλέπουμε να εξηγούνται χαρακτηριστικά του λαού,της πολιτισμικότητας και ταυτότητας των εβραίων, που ξέραμε, αλλά δεν είχαμε συνηδητοποιήσει. Ίσως γιατί δεν είχαμε αυτά τα ιστορικά δεδομένα συγκεντρωμένα!
ΑπάντησηΔιαγραφή